- σκιρτηδόν
- σκιρτ-ηδόν, Adv.A by leaps or bounds, Orac.Chald.298.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιρτηδόν — by leaps indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτηδόν — Α επίρρ. με σκιρτήματα, με τινάγματα, με πηδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επιρρμ. κατάλ. δον (πρβλ. αναφαν δόν)] … Dictionary of Greek
σκιρτηματικώς — Α επίρρ. σκιρτηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκιρτηματικός (< σκίρτημα, ατος)] … Dictionary of Greek